ειτε

ειτε
    I.
    εἴτε
    εἴ-τε
    дор. αἴτε conj. (тж. εἴ … εἴ., εἴ. καὴ, … εἴ. καί, εἴ. οὖν … εἴ. οὖν, εἴ …ἤ, εἴ …ἠὲ καί, εἰ … εἴ., ἢ … εἴ.) (и)ли …или, будь то …будь то
    

εἴτ΄ οὖν καινὰ εἴ. παλαιά Plat. — будь то новые или старые;

    λόγοισιν εἴτ΄ ἔργοισιν Soph. — словами (ли) или делами

    II.
    εἶτε
    εἶτε, εἴητε
    2 л. pl. opt. praes. к εἰμί См. ειμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ειτε" в других словарях:

  • .εῖτε — εἷτε , ἵημι Ja c io aor opt act 2nd pl εἷτε , ἵημι Ja c io aor opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴτε — sive..sive.. indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • είτε — σύνδ. διαχ. που μπαίνει συνήθως δύο φορές είτε είτε και συνδέει δύο έννοιες ισοδύναμες ή αντίθετες: Είτε φέτος είτε του χρόνου. – Είτε αυτός είτε άλλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἶτε — εἰμί sum pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴτ' — εἴτε , εἴτε sive..sive.. indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵτ' — εἴτε , εἴτε sive..sive.. indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεἴτε — εἴτε , εἴτε sive..sive.. indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴτε — εἴτε sive..sive.. doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»